- κάρβανος
- κάρβανος, -ον (Α)βάρβαρος, ξένος («κάρβανος ὤν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν» — ενώ είσαι βάρβαρος, φέρεσαι με μεγάλη αλαζονεία στους Έλληνες, Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρβάν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάρβανος — κάρβᾱνος , κάρβανος outlandish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρβᾶνα — κάρβανος outlandish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρβανον — κάρβᾱνον , κάρβανος outlandish masc/fem acc sg κάρβᾱνον , κάρβανος outlandish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρβας — Κάρβας, ὁ (Α) ονομ. τού ανατολικού ανέμου, τού Εύρου, στην Κυρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, συγγενής πιθ. με τα καρβάν, κάρβανος] … Dictionary of Greek
καρβάν — καρβάν, ᾱνος, ὁ, ἡ (Α) κάρβανος*, βαρβαρικός, ξενικός («καρβᾱνα δ αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» τη βάρβαρη φωνή μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. < αιγυπτ. τοπωνύμιο Qarvana. Κατ άλλους,… … Dictionary of Greek
καρβάνωι — καρβά̱νῳ , κάρβανος outlandish masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρβάνων — καρβά̱νων , κάρβανος outlandish masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρβάνῳ — καρβά̱νῳ , κάρβανος outlandish masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρβανα — κάρβᾱνα , κάρβανος outlandish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρβανοι — κάρβᾱνοι , κάρβανος outlandish masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)